- ινδοκινεζικός, -ή
- -ό1. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ινδοκίνα.2. που είναι ινδικής και μαζί κινεζικής προέλευσης, που ανήκει στις μογγολικές φυλές της Ινδίας, ο ινδοσινικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.